ἀκλήρωτος — without lot masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακλήρωτος — η, ο (Α ἀκλήρωτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν κληρώθηκε, δεν τέθηκε σε κλήρωση 2. αυτός που δεν διανεμήθηκε με κλήρο αρχ. 1. αυτός που δεν έχει κλήρο, μερίδιο σε κάτι 2. αυτός που δεν διανεμήθηκε σε κλήρους, σε μερίδια 3. επίρρ. ἀκληρωτεὶ ή τί … Dictionary of Greek
ἀκλήρωτον — ἀκλήρωτος without lot masc/fem acc sg ἀκλήρωτος without lot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλήρωτα — ἀκλήρωτος without lot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλήρωτοι — ἀκλήρωτος without lot masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλάρωτον — ἀκλά̱ρωτον , ἀκλήρωτος without lot masc/fem acc sg (doric) ἀκλά̱ρωτον , ἀκλήρωτος without lot neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακληρωτεί — ἀκληρωτεὶ ή τὶ επίρρ. (Α) [ἀκλήρωτος] χωρίς κλήρωση, χωρίς τη χρησιμοποίηση κλήρου … Dictionary of Greek